- ἠλευθέρου
- ἐλευθερόωset freeimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιστασία — η (AM ἐπιστασία Α και ἐπιστασίη) [επιστάτης] 1. επίβλεψη, επιτήρηση 2. φροντίδα, επιμέλεια μσν. νεοελλ. φρ. «Ἱερά Ἐπιστασία τοῡ ‘Αγίου Ὄρους» το τετραμελές Εκτελεστικό Σώμα τής μοναχικής πολιτείας τού Ἁγίου Όρους νεοελλ. υπηρεσία από αξιωματικούς … Dictionary of Greek